- υποδοχείον
- και ὑποδόχιον και ὑποδόχειον και ὑποδοχῑον, τὸ, Α [ὑποδοχεύς]1. χώρος κατάλληλος για την αποθήκευση ψαριών, κρασιού, σιτηρών κ.ά. ειδών, αποθήκη2. δεξαμενή3. κοίλωμα για την υποδοχή τής στρόφιγγας τής πόρτας·4. πιθ. νηοδόχη5. πανδοχείο6. μτφ. αποθήκη εμπορευμάτων που πρόκειται να μεταφερθούν από έναν τόπο σε άλλον διά μέσου τρίτου τόπου ή κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου («Ἀπάμεια... τῶν ἀπὸ τῆς Ἰταλίας καὶ τῆς Ἑλλάδος ὑποδοχεῑον κοινόν ἐστι», Στράβ.)7. φρ. «ὑποδοχεῑον τροφῆς» — το στομάχι (Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.